ενδοοικογενειακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδοοικογενειακός < ενδο- + οικογενειακός
Επίθετο επεξεργασία
ενδοοικογενειακός, -ή, -ό
- που γίνεται στο εσωτερικό μιας οικογένειας
- Πάνω από 700 εκατομμύρια γυναίκες είναι θύματα ενδοοικογενειακής βίας σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα στη Νότια Ασία και την Αφρική, σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ένδον και οικογένεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδοοικογενειακός