contractuel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contractuel | contractuels |
θηλυκό | contractuelle | contractuelles |
contractuel (fr)
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contractuel | contractuels |
θηλυκό | contractuelle | contractuelles |
contractuel (fr)