Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμβατικός η συμβατική το συμβατικό
      γενική του συμβατικού της συμβατικής του συμβατικού
    αιτιατική τον συμβατικό τη συμβατική το συμβατικό
     κλητική συμβατικέ συμβατική συμβατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμβατικοί οι συμβατικές τα συμβατικά
      γενική των συμβατικών των συμβατικών των συμβατικών
    αιτιατική τους συμβατικούς τις συμβατικές τα συμβατικά
     κλητική συμβατικοί συμβατικές συμβατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμβατικός < συμβατός < συν + βαίνω

  Επίθετο επεξεργασία

συμβατικός, -ή, -ό

  1. συμπεφωνημένος
    είναι απαραίτητη η εκτέλεση των συμβατικών (δηλαδή εκείνων που έχουν συμπεφωνηθεί σε μιά γραπτή σύμβαση) δεσμεύσεων
  2. συνήθης

Εκφράσεις επεξεργασία

  • συμβατική γεωργία, συμβατική κτηνοτροφία: που γίνονται με χρήση χημικών λιπασμάτων, παρασιτοκτόνων και εντομοκτόνων ή τροφών, ορμονών και αντιβιοτικών φαρμάκων,
εν αντιθέσει προς τις
  • οργανική γεωργία, οργανική κτηνοτροφία: που χρησιμοποιούν αυστηρώς φυσικά λιπάσματα, τροφές και τεχνικές προστασίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία