conventional
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | conventional |
συγκριτικός | more conventional |
υπερθετικός | most conventional |
Ετυμολογία
επεξεργασία- conventional < convention + -al
Επίθετο
επεξεργασίαconventional (en)
παραθετικά | |
θετικός | conventional |
συγκριτικός | more conventional |
υπερθετικός | most conventional |
conventional (en)