unconventional
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | unconventional |
συγκριτικός | more unconventional |
υπερθετικός | most unconventional |
Ετυμολογία
επεξεργασία- unconventional < un- + conventional
Επίθετο
επεξεργασίαunconventional (en)
- αντισυμβατικός
- ⮡ an unconventional outfit - αντισυμβατικό ντύσιμο
- ⮡ an unconventional theory - αντισυμβατική θεωρία