Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντισυμβατικός η αντισυμβατική το αντισυμβατικό
      γενική του αντισυμβατικού της αντισυμβατικής του αντισυμβατικού
    αιτιατική τον αντισυμβατικό την αντισυμβατική το αντισυμβατικό
     κλητική αντισυμβατικέ αντισυμβατική αντισυμβατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντισυμβατικοί οι αντισυμβατικές τα αντισυμβατικά
      γενική των αντισυμβατικών των αντισυμβατικών των αντισυμβατικών
    αιτιατική τους αντισυμβατικούς τις αντισυμβατικές τα αντισυμβατικά
     κλητική αντισυμβατικοί αντισυμβατικές αντισυμβατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντισυμβατικός < αντι- + συμβατικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.di.siɱ.va.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐συμ‐βα‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

αντισυμβατικός, -ή, -ό

  1. μη συμβατικός, ο αντίθετος με τις κοινωνικές ή επιστημονικές συμβάσεις
    αντισυμβατικό ντύσιμο, αντισυμβατική θεωρία
     συνώνυμα: αντικομφορμιστικός
     αντώνυμα: συμβατικός
  2. (νομικός όρος) αντίθετος στην σύμβαση, την συμφωνημένη δικαιοπραξία
    Ο εναγόμενος επέδειξε αντισυμβατική συμπεριφορά.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία