anticonformiste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
anticonformiste | anticonformistes |
anticonformiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
anticonformiste | anticonformistes |
anticonformiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό