αντικομφορμιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικομφορμιστικός < αντικομφορμιστής + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
αντικομφορμιστικός
- που έχει σχέση με τον αντικομφορμιστή ή τον αντικομφορμισμό ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κομφορμισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντικομφορμιστικός