αντικομφορμισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντικομφορμισμός < αντί + κομφορμισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντικομφορμισμός αρσενικό
- η τάση να συμπεριφέρεται κάποιος αντίθετα από τον τρόπο που συμπεριφέρονται τα άτομα της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντικομφορμισμός