αντικομφορμίστας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικομφορμίστας < (λόγιο δάνειο) ιταλική anticonformista < anticonformismo < conformismo < conforme. Συγκρίνετε με το αντικομφορμιστής
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντικομφορμίστας αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντικομφορμίστας
|