convention
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
convention | conventions |
Ουσιαστικό Επεξεργασία
convention (en)
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Προφορά Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
convention | conventions |
convention (fr) θηλυκό
- η σύμβαση
- convention relative aux droits de l'enfant - σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού