convention
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
convention | conventions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαconvention (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο τύπος, ο τρόπος με τον οποίο γίνεται κάτι που περιμένουν οι περισσότεροι άνθρωποι σε μια κοινωνία
- ⮡ He is a slave to convention/social conventions.
- Είναι σκλάβος στους κοινωνικούς τύπους.
- ⮡ He is a slave to convention/social conventions.
- το συνέδριο, η συνέλευση, μια μεγάλη συνάντηση των μελών ενός επαγγέλματος, ενός πολιτικού κόμματος κτλ.
- η σύμβαση, επίσημη συμφωνία μεταξύ χωρών ή ηγετών
- ⮡ the Geneva convention - οι συμβάσεις της Γενεύης
Πηγές
επεξεργασία- convention - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 904-905. ISBN 9780194325684., λήμμα: τύπος
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
convention | conventions |
convention (fr) θηλυκό
- η σύμβαση
- convention relative aux droits de l'enfant - σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού