συμπεφωνημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίασυμπεφωνημένος < μετοχή παθ. παρακειμένου του συμφωνώ
Μετοχή
επεξεργασίασυμπεφωνημένος, -η, -ο και συμφωνημένος
- (λόγιο) που έχει συμφωνηθεί, οριστικοποιηθεί με συμφωνία
- η Αθήνα θα πρέπει να γνωρίζει ότι περαιτέρω δανειακή βοήθεια μπορεί να υπάρξει μόνον αν επιτευχθούν οι συμπεφωνημένοι στόχοι (Εφημ. "Βήμα" 17/9/2011)
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπεφωνημένος