Ετυμολογία

επεξεργασία

συμπεφωνημένος < μετοχή παθ. παρακειμένου του συμφωνώ

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπεφωνημένος η συμπεφωνημένη το συμπεφωνημένο
      γενική του συμπεφωνημένου της συμπεφωνημένης του συμπεφωνημένου
    αιτιατική τον συμπεφωνημένο τη συμπεφωνημένη το συμπεφωνημένο
     κλητική συμπεφωνημένε συμπεφωνημένη συμπεφωνημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπεφωνημένοι οι συμπεφωνημένες τα συμπεφωνημένα
      γενική των συμπεφωνημένων των συμπεφωνημένων των συμπεφωνημένων
    αιτιατική τους συμπεφωνημένους τις συμπεφωνημένες τα συμπεφωνημένα
     κλητική συμπεφωνημένοι συμπεφωνημένες συμπεφωνημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

συμπεφωνημένος, -η, -ο και συμφωνημένος

  • (λόγιο) που έχει συμφωνηθεί, οριστικοποιηθεί με συμφωνία
    η Αθήνα θα πρέπει να γνωρίζει ότι περαιτέρω δανειακή βοήθεια μπορεί να υπάρξει μόνον αν επιτευχθούν οι συμπεφωνημένοι στόχοι (Εφημ. "Βήμα" 17/9/2011)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία