ασυμφώνητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασυμφώνητος < α στερητ.+συμφωνώ
Επίθετο επεξεργασία
ασυμφώνητος
- ο χωρίς συμφωνία
- που δεν έχει καταλήξει σε συμφωνία
- πολλοί ενδιαφέρθηκαν για το σπίτι, αλλά είναι ακόμα ασυμφώνητο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασυμφώνητος
|