ὁμόφωνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὁμόφωνος < ὁμό- + -φωνος
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: ομόφωνος (με την ίδια γνώμη)
Επίθετο
επεξεργασίαὁμόφωνος, -ος, -ον (χωρίς παραθετικά)
- που μιλάει την ίδια γλώσσα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 98.3
- ἔστι δὲ πολλὰ ἔθνεα Ἰνδῶν καὶ οὐκ ὁμόφωνα σφίσι
- Υπάρχουν πολλά έθνη Ινδών κι η γλώσσα τους δεν είναι η ίδια (Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr)
- ≠ αντώνυμα: ξενόφωνος
- που ακούγεται με τον ίδιο τρόπο
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 158
- μόρσιμ᾽ ἀπ᾽ ὀρνίθων ὁδίων οἴκοις βασιλείοις·
τοῖς δ᾽ ὁμόφωνον [158]- μελλούμενα για τα βασιλικά παλάτια απ᾽ των πουλιών εκείνων τα σημάδια / και σύμφωνα μ᾽ αυτά
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- μόρσιμ᾽ ἀπ᾽ ὀρνίθων ὁδίων οἴκοις βασιλείοις·
- (μουσική) που έχει τον ίδιο μουσικό τόνο με έναν άλλο
- και επίρρημα ὁμοφώνως
- (ελληνιστική σημασία , γραμματική) ομόηχος, που ακούγεται το ίδιο, π.χ. η ονομαστική και η κλητική της λέξης πόλις
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 158
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὁμόφωνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὁμόφωνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.