Δείτε επίσης: ομόφωνος, ὁμοφώνως, ομοφώνως
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὁμόφωνος τὸ ὁμόφωνον
      γενική τοῦ/τῆς ὁμοφώνου τοῦ ὁμοφώνου
      δοτική τῷ/τῇ ὁμοφών τῷ ὁμοφών
    αιτιατική τὸν/τὴν ὁμόφωνον τὸ ὁμόφωνον
     κλητική ! ὁμόφωνε ὁμόφωνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὁμόφωνοι τὰ ὁμόφων
      γενική τῶν ὁμοφώνων τῶν ὁμοφώνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὁμοφώνοις τοῖς ὁμοφώνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὁμοφώνους τὰ ὁμόφων
     κλητική ! ὁμόφωνοι ὁμόφων
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὁμοφώνω τὼ ὁμοφώνω
      γεν-δοτ τοῖν ὁμοφώνοιν τοῖν ὁμοφώνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὁμόφωνος < ὁμό- + -φωνος
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ομόφωνος (με την ίδια γνώμη)

  Επίθετο

επεξεργασία

ὁμόφωνος, -ος, -ον (χωρίς παραθετικά)

  1. που μιλάει την ίδια γλώσσα
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 98.3
    ἔστι δὲ πολλὰ ἔθνεα Ἰνδῶν καὶ οὐκ ὁμόφωνα σφίσι
    Υπάρχουν πολλά έθνη Ινδών κι η γλώσσα τους δεν είναι η ίδια (Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr)
     αντώνυμα: ξενόφωνος
  2. που ακούγεται με τον ίδιο τρόπο
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 158
    μόρσιμ᾽ ἀπ᾽ ὀρνίθων ὁδίων οἴκοις βασιλείοις·
    τοῖς δ᾽ ὁμόφωνον [158]
    μελλούμενα για τα βασιλικά παλάτια απ᾽ των πουλιών εκείνων τα σημάδια / και σύμφωνα μ᾽ αυτά
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    1. (μουσική) που έχει τον ίδιο μουσικό τόνο με έναν άλλο
      και επίρρημα ὁμοφώνως
    2. (ελληνιστική σημασία , γραμματική) ομόηχος, που ακούγεται το ίδιο, π.χ. η ονομαστική και η κλητική της λέξης πόλις

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία