σύμφωνοι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsiɱ.fo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύμ‐φω‐νοι
- ομόηχο: σύμφωνη
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίασύμφωνοι!
- (ως επιφώνημα) συμφωνούμε, έχουμε την ίδια γνώμη, θα γίνει αυτό που αποφασίσαμε
Μεταφράσεις
επεξεργασία σύμφωνοι
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- σύμφωνοι: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασύμφωνοι
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σύμφωνος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: σύμφωνος