accordé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | accordé | accordés |
θηλυκό | accordée | accordées |
accordé (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | accordé | accordés |
θηλυκό | accordée | accordées |
accordé (fr) αρσενικό