απεριποίητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- απεριποίητος < μεσαιωνική ελληνική απεριποίητος
Επίθετο
επεξεργασία
απεριποίητος, -η, -ο
- που δεν τον περιποιούνται
- ※ «οι Μικρασιάτες είχαν εφεύρει δικές τους λέξεις για να χαρακτηρίζουν κάθε μια ξεχωριστά ανάλογα με την προσωπικότητά της. «Αμακατζού», «χαραμοφάισσα» κι «αρπάχτρα» ήταν η γυναίκα που ζούσε εις βάρος των άλλων και «άσιαχτη» η απεριποίητη. (Το λεξιλόγιο των Μικρασιατών για τις γυναίκες της Σμύρνης, constantinoupoli.com, 3/8/2017 )
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- απεριποίητα
- → δείτε τις λέξεις περιποιούμαι, περί και ποιώ