πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απεριποίητος η απεριποίητη το απεριποίητο
      γενική του απεριποίητου της απεριποίητης του απεριποίητου
    αιτιατική τον απεριποίητο την απεριποίητη το απεριποίητο
     κλητική απεριποίητε απεριποίητη απεριποίητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απεριποίητοι οι απεριποίητες τα απεριποίητα
      γενική των απεριποίητων των απεριποίητων των απεριποίητων
    αιτιατική τους απεριποίητους τις απεριποίητες τα απεριποίητα
     κλητική απεριποίητοι απεριποίητες απεριποίητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

απεριποίητος, -η, -ο

  • που δεν τον περιποιούνται
      «οι Μικρασιάτες είχαν εφεύρει δικές τους λέξεις για να χαρακτηρίζουν κάθε μια ξεχωριστά ανάλογα με την προσωπικότητά της. «Αμακατζού», «χαραμοφάισσα» κι «αρπάχτρα» ήταν η γυναίκα που ζούσε εις βάρος των άλλων και «άσιαχτη» η απεριποίητη. (Το λεξιλόγιο των Μικρασιατών για τις γυναίκες της Σμύρνης, constantinoupoli.com, 3/8/2017 )

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία