treatment
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
treatment | treatments |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtreatment (en)
- η μεταχείριση, η αντιμετώπιση
- ↪ special treatment
- ειδική μεταχείριση
- ↪ The treatment of the new generation
- H αντιμετώπιση της νέας γενιάς
- ↪ special treatment
- η ιατρική φροντίδα, θεραπεία