ενικός         πληθυντικός  
treatment treatments

Ετυμολογία

επεξεργασία
treatment < treat + -ment

Ουσιαστικό

επεξεργασία

treatment (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η θεραπεία, η ιατρική φροντίδα
    παράδειγμα  Is this treatment medically necessary?
    Είναι αυτή η θεραπεία ιατρικά απαραίτητη;
    παράδειγμα  She has been undergoing cancer treatment for some time.
    Υποβάλλεται σε θεραπεία για καρκίνο εδώ και καιρό.
    παράδειγμα  He is receiving treatment for shock.
    Λαμβάνει θεραπεία για σοκ.
    παράδειγμα  The drug is used in the treatment of depression.
    Το φάρμακο χρησιμοποιείται στη θεραπεία της κατάθλιψης.
    παράδειγμα  He may have to seek treatment abroad.
    Ίσως χρειαστεί να αναζητήσει θεραπεία στο εξωτερικό.
    παράδειγμα  She is responding well to treatment.
    Ανταποκρίνεται καλά στη θεραπεία.
    παράδειγμα  The center provides treatment to young drug addicts.
    Το κέντρο παρέχει θεραπεία σε νέους εξαρτημένους από ναρκωτικά.
  2. (μη μετρήσιμο) η μεταχείριση, ο τρόπος που μεταχειρίζομαι ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα
    παράδειγμα  They were criticized for their brutal treatment of political prisoners.
    Κριτικαρίστηκαν για τη βάναυση μεταχείριση των πολιτικών κρατουμένων.
    παράδειγμα  Why does she always get preferential treatment?
    Γιατί πάντα της δίνουν προνομιακή μεταχείριση;
    παράδειγμα  Certain city areas have been singled out for special treatment.
    Ορισμένες περιοχές της πόλης έχουν ξεχωριστεί για ειδική μεταχείριση.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επεξεργασία, το να επεξεργάζομαι κάτι για να το καθαρίσω
    παράδειγμα  The waste is taken to the sewage treatment plant.
    Τα απόβλητα μεταφέρονται στον σταθμό επεξεργασίας λυμάτων.
     συνώνυμα: processing
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η προστασία, το να προστατεύω κάτι συνήθως με μια χημική ουσία
    παράδειγμα  This chemical is an effective treatment against dry rot.
    Αυτό το χημικό είναι μια αποτελεσματική προστασία κατά της ξηρής σήψης.
     συνώνυμα: protection