ενικός         πληθυντικός  
treatment treatments

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

treatment (en)

  1. η μεταχείριση, η αντιμετώπιση
    special treatment
    ειδική μεταχείριση
    The treatment of the new generation
    H αντιμετώπιση της νέας γενιάς
  2. η ιατρική φροντίδα, θεραπεία

Συγγενικά

επεξεργασία