treatment
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
treatment | treatments |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
treatment (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η θεραπεία, η ιατρική φροντίδα
Is this treatment medically necessary?
- Είναι αυτή η θεραπεία ιατρικά απαραίτητη;
She has been undergoing cancer treatment for some time.
- Υποβάλλεται σε θεραπεία για καρκίνο εδώ και καιρό.
He is receiving treatment for shock.
- Λαμβάνει θεραπεία για σοκ.
The drug is used in the treatment of depression.
- Το φάρμακο χρησιμοποιείται στη θεραπεία της κατάθλιψης.
He may have to seek treatment abroad.
- Ίσως χρειαστεί να αναζητήσει θεραπεία στο εξωτερικό.
She is responding well to treatment.
- Ανταποκρίνεται καλά στη θεραπεία.
The center provides treatment to young drug addicts.
- Το κέντρο παρέχει θεραπεία σε νέους εξαρτημένους από ναρκωτικά.
- (μη μετρήσιμο) η μεταχείριση, ο τρόπος που μεταχειρίζομαι ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα
They were criticized for their brutal treatment of political prisoners.
- Κριτικαρίστηκαν για τη βάναυση μεταχείριση των πολιτικών κρατουμένων.
Why does she always get preferential treatment?
- Γιατί πάντα της δίνουν προνομιακή μεταχείριση;
Certain city areas have been singled out for special treatment.
- Ορισμένες περιοχές της πόλης έχουν ξεχωριστεί για ειδική μεταχείριση.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επεξεργασία, το να επεξεργάζομαι κάτι για να το καθαρίσω
The waste is taken to the sewage treatment plant.
- Τα απόβλητα μεταφέρονται στον σταθμό επεξεργασίας λυμάτων.
- ≈ συνώνυμα: processing
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η προστασία, το να προστατεύω κάτι συνήθως με μια χημική ουσία
This chemical is an effective treatment against dry rot.
- Αυτό το χημικό είναι μια αποτελεσματική προστασία κατά της ξηρής σήψης.
- ≈ συνώνυμα: protection