↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περιποίησῐς αἱ περιποιήσεις
      γενική τῆς περιποιήσεως τῶν περιποιήσεων
      δοτική τῇ περιποιήσει ταῖς περιποιήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν περιποίησῐν τὰς περιποιήσεις
     κλητική ! περιποίησῐ περιποιήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιποιήσει
γεν-δοτ τοῖν  περιποιησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιποίησις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περιποίησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)