Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

περιποιήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος περιποιώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιποιώ
  3. θα περιποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιποιώ