περιποιήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπεριποιήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος περιποιώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιποιώ
- θα περιποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιποιώ