↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βόσκηση οι βοσκήσεις
      γενική της βόσκησης* των βοσκήσεων
    αιτιατική τη βόσκηση τις βοσκήσεις
     κλητική βόσκηση βοσκήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βοσκήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βόσκηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βόσκηση θηλυκό

  1. η ενέργεια του βόσκω· βοσκή
  2. η αναζήτηση και κατανάλωση τροφής, από τα χορτοφάγα ζώα· βόσκημα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία