βόσκηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βόσκηση | οι | βοσκήσεις |
γενική | της | βόσκησης* | των | βοσκήσεων |
αιτιατική | τη | βόσκηση | τις | βοσκήσεις |
κλητική | βόσκηση | βοσκήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βοσκήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βόσκηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβόσκηση θηλυκό
- η ενέργεια του βόσκω· βοσκή
- η αναζήτηση και κατανάλωση τροφής, από τα χορτοφάγα ζώα· βόσκημα