pâturage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pâturage < pasturage < pâturer
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pâturage | pâturages |
pâturage (fr) αρσενικό
- το δικαίωμα βοσκής σε έναν τόπο
- η πράξη του «φέρνω τα ζώα στη βοσκή», η βόσκηση
- ο βοσκότοπος