ποιμαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ποιμαίνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ποιμαίνω < αρχαία σημασία βόσκω [1] < ποιμήν
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /piˈme.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ποι‐μέ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαποιμαίνω
- (χριστιανισμός) καθοδηγώ τους πιστούς
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ποιμένας και ποιμήν
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ποιμαίνω | ποίμαινα | θα ποιμαίνω | να ποιμαίνω | ποιμαίνοντας | |
β' ενικ. | ποιμαίνεις | ποίμαινες | θα ποιμαίνεις | να ποιμαίνεις | ποίμαινε | |
γ' ενικ. | ποιμαίνει | ποίμαινε | θα ποιμαίνει | να ποιμαίνει | ||
α' πληθ. | ποιμαίνουμε | ποιμαίναμε | θα ποιμαίνουμε | να ποιμαίνουμε | ||
β' πληθ. | ποιμαίνετε | ποιμαίνατε | θα ποιμαίνετε | να ποιμαίνετε | ποιμαίνετε | |
γ' πληθ. | ποιμαίνουν(ε) | ποίμαιναν ποιμαίναν(ε) |
θα ποιμαίνουν(ε) | να ποιμαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ποίμανα | θα ποιμάνω | να ποιμάνω | ποιμάνει | ||
β' ενικ. | ποίμανες | θα ποιμάνεις | να ποιμάνεις | ποίμανε | ||
γ' ενικ. | ποίμανε | θα ποιμάνει | να ποιμάνει | |||
α' πληθ. | ποιμάναμε | θα ποιμάνουμε | να ποιμάνουμε | |||
β' πληθ. | ποιμάνατε | θα ποιμάνετε | να ποιμάνετε | ποιμάνετε | ||
γ' πληθ. | ποίμαναν ποιμάναν(ε) |
θα ποιμάνουν(ε) | να ποιμάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ποιμάνει | είχα ποιμάνει | θα έχω ποιμάνει | να έχω ποιμάνει | ||
β' ενικ. | έχεις ποιμάνει | είχες ποιμάνει | θα έχεις ποιμάνει | να έχεις ποιμάνει | ||
γ' ενικ. | έχει ποιμάνει | είχε ποιμάνει | θα έχει ποιμάνει | να έχει ποιμάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε ποιμάνει | είχαμε ποιμάνει | θα έχουμε ποιμάνει | να έχουμε ποιμάνει | ||
β' πληθ. | έχετε ποιμάνει | είχατε ποιμάνει | θα έχετε ποιμάνει | να έχετε ποιμάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν ποιμάνει | είχαν ποιμάνει | θα έχουν ποιμάνει | να έχουν ποιμάνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ποιμαίνω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ποιμαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας