ποιμαντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ποιμαντικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ποιμαντικός < αρχαία ελληνική ποιμαίνω/ποιμαν- + -τικός < ποιμήν
Επίθετο
επεξεργασίαποιμαντικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ποιμαντικός
|
Πηγές
επεξεργασία- ποιμαντικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ποιμαντικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ποιμαίνω, ποιμαν + -τικός < ποιμήν
Επίθετο
επεξεργασίαποιμαντικός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) ποιμενικός, που σχετίζεται με τους ποιμένες
Συγγενικά
επεξεργασία- ποιμαντορική (εννοείται: τέχνη)
→ και δείτε τη λέξη ποιμήν
Πηγές
επεξεργασία- ποιμαντικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.