↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποιμαντικός η ποιμαντική το ποιμαντικό
      γενική του ποιμαντικού της ποιμαντικής του ποιμαντικού
    αιτιατική τον ποιμαντικό την ποιμαντική το ποιμαντικό
     κλητική ποιμαντικέ ποιμαντική ποιμαντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποιμαντικοί οι ποιμαντικές τα ποιμαντικά
      γενική των ποιμαντικών των ποιμαντικών των ποιμαντικών
    αιτιατική τους ποιμαντικούς τις ποιμαντικές τα ποιμαντικά
     κλητική ποιμαντικοί ποιμαντικές ποιμαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποιμαντικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ποιμαντικός < αρχαία ελληνική ποιμαίνω/ποιμαν- + -τικός < ποιμήν

  Επίθετο

επεξεργασία

ποιμαντικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ποιμαντικός ποιμαντική τὸ ποιμαντικόν
      γενική τοῦ ποιμαντικοῦ τῆς ποιμαντικῆς τοῦ ποιμαντικοῦ
      δοτική τῷ ποιμαντικ τῇ ποιμαντικ τῷ ποιμαντικ
    αιτιατική τὸν ποιμαντικόν τὴν ποιμαντικήν τὸ ποιμαντικόν
     κλητική ! ποιμαντικέ ποιμαντική ποιμαντικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ποιμαντικοί αἱ ποιμαντικαί τὰ ποιμαντικᾰ́
      γενική τῶν ποιμαντικῶν τῶν ποιμαντικῶν τῶν ποιμαντικῶν
      δοτική τοῖς ποιμαντικοῖς ταῖς ποιμαντικαῖς τοῖς ποιμαντικοῖς
    αιτιατική τοὺς ποιμαντικούς τὰς ποιμαντικᾱ́ς τὰ ποιμαντικᾰ́
     κλητική ! ποιμαντικοί ποιμαντικαί ποιμαντικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ποιμαντικώ τὼ ποιμαντικᾱ́ τὼ ποιμαντικώ
      γεν-δοτ τοῖν ποιμαντικοῖν τοῖν ποιμαντικαῖν τοῖν ποιμαντικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποιμαντικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ποιμαίνω, ποιμαν + -τικός < ποιμήν

  Επίθετο

επεξεργασία

ποιμαντικός, -ή, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ποιμήν