Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποιμαντορία οι ποιμαντορίες
      γενική της ποιμαντορίας των ποιμαντοριών
    αιτιατική την ποιμαντορία τις ποιμαντορίες
     κλητική ποιμαντορία ποιμαντορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποιμαντορία < μεσαιωνική ελληνική ποιμάντωρ + -ία < αρχαία ελληνική < ποιμαίνω < ποιμήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *poh₂imn̥ / *poh₂imen < *peh₂- (προστατεύω) + *-men

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποιμαντορία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία