βόσκω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βόσκω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βόσκω
Ρήμα
επεξεργασίαβόσκω, πρτ.: έβοσκα, αόρ.: βόσκησα, παθ.φωνή: βόσκομαι, π.αόρ.: βοσκήθηκα, μτχ.π.π.: βοσκημένος
- (για ζώα) τρώω χορτάρι σε λιβάδι
- μαζεύω και πηγαίνω τα ζώα (αγελάδες και πρόβατα συνήθως) για να φάνε (χορτάρι)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- Πού βόσκεις;: Πού βρίσκεσαι;
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΣημείωση: Οι συνοπτικοί και συντελεσμένοι χρόνοι, όπως και στο βοσκάω/βοσκώ
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βόσκω | έβοσκα | θα βόσκω | να βόσκω | βόσκοντας | |
β' ενικ. | βόσκεις | έβοσκες | θα βόσκεις | να βόσκεις | βόσκε | |
γ' ενικ. | βόσκει | έβοσκε | θα βόσκει | να βόσκει | ||
α' πληθ. | βόσκουμε | βόσκαμε | θα βόσκουμε | να βόσκουμε | ||
β' πληθ. | βόσκετε | βόσκατε | θα βόσκετε | να βόσκετε | βόσκετε | |
γ' πληθ. | βόσκουν(ε) | έβοσκαν βόσκαν(ε) |
θα βόσκουν(ε) | να βόσκουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έβόσκησα | θα βόσκησω | να βόσκησω | βόσκησει | ||
β' ενικ. | έβόσκησες | θα βόσκησεις | να βόσκησεις | βόσκησε | ||
γ' ενικ. | έβόσκησε | θα βόσκησει | να βόσκησει | |||
α' πληθ. | βόσκησαμε | θα βόσκησουμε | να βόσκησουμε | |||
β' πληθ. | βόσκησατε | θα βόσκησετε | να βόσκησετε | βόσκηστε | ||
γ' πληθ. | έβόσκησαν βόσκησαν(ε) |
θα βόσκησουν(ε) | να βόσκησουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βόσκησει | είχα βόσκησει | θα έχω βόσκησει | να έχω βόσκησει | ||
β' ενικ. | έχεις βόσκησει | είχες βόσκησει | θα έχεις βόσκησει | να έχεις βόσκησει | ||
γ' ενικ. | έχει βόσκησει | είχε βόσκησει | θα έχει βόσκησει | να έχει βόσκησει | ||
α' πληθ. | έχουμε βόσκησει | είχαμε βόσκησει | θα έχουμε βόσκησει | να έχουμε βόσκησει | ||
β' πληθ. | έχετε βόσκησει | είχατε βόσκησει | θα έχετε βόσκησει | να έχετε βόσκησει | ||
γ' πληθ. | έχουν βόσκησει | είχαν βόσκησει | θα έχουν βόσκησει | να έχουν βόσκησει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βόσκομαι | βοσκόμουν(α) | θα βόσκομαι | να βόσκομαι | ||
β' ενικ. | βόσκεσαι | βοσκόσουν(α) | θα βόσκεσαι | να βόσκεσαι | ||
γ' ενικ. | βόσκεται | βοσκόταν(ε) | θα βόσκεται | να βόσκεται | ||
α' πληθ. | βοσκόμαστε | βοσκόμαστε βοσκόμασταν |
θα βοσκόμαστε | να βοσκόμαστε | ||
β' πληθ. | βόσκεστε | βοσκόσαστε βοσκόσασταν |
θα βόσκεστε | να βόσκεστε | βόσκεστε | |
γ' πληθ. | βόσκονται | βόσκονταν βοσκόντουσαν |
θα βόσκονται | να βόσκονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βοσκήθηκα | θα βοσκηθώ | να βοσκηθώ | βοσκηθεί | ||
β' ενικ. | βοσκήθηκες | θα βοσκηθείς | να βοσκηθείς | βοσκήσου | ||
γ' ενικ. | βοσκήθηκε | θα βοσκηθεί | να βοσκηθεί | |||
α' πληθ. | βοσκηθήκαμε | θα βοσκηθούμε | να βοσκηθούμε | |||
β' πληθ. | βοσκηθήκατε | θα βοσκηθείτε | να βοσκηθείτε | βοσκηθείτε | ||
γ' πληθ. | βοσκήθηκαν βοσκηθήκαν(ε) |
θα βοσκηθούν(ε) | να βοσκηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βοσκηθεί | είχα βοσκηθεί | θα έχω βοσκηθεί | να έχω βοσκηθεί | βοσκημένος | |
β' ενικ. | έχεις βοσκηθεί | είχες βοσκηθεί | θα έχεις βοσκηθεί | να έχεις βοσκηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει βοσκηθεί | είχε βοσκηθεί | θα έχει βοσκηθεί | να έχει βοσκηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βοσκηθεί | είχαμε βοσκηθεί | θα έχουμε βοσκηθεί | να έχουμε βοσκηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε βοσκηθεί | είχατε βοσκηθεί | θα έχετε βοσκηθεί | να έχετε βοσκηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βοσκηθεί | είχαν βοσκηθεί | θα έχουν βοσκηθεί | να έχουν βοσκηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία βόσκω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βόσκω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαβόσκω
- (για βοσκούς) εκτρέφω, φυλάω, φροντίζω ζώα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 102 (στίχοι 100-102)
- δώδεκ᾽ ἐν ἠπείρῳ ἀγέλαι· τόσα πώεα οἰῶν, | τόσσα συῶν συβόσια, τόσ᾽ αἰπόλια πλατέ᾽ αἰγῶν | βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες.
- αντίκρυ στη στεριά είκοσι ποίμνες βόδια· τόσα κοπάδια | και με πρόβατα, τόσα με χοίρους, τόσα με σκορπισμένες γίδες — | τα βόσκουν πέρα οι ξένοι ή και βοσκοί δικοί μας, ντόπιοι.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- δώδεκ᾽ ἐν ἠπείρῳ ἀγέλαι· τόσα πώεα οἰῶν, | τόσσα συῶν συβόσια, τόσ᾽ αἰπόλια πλατέ᾽ αἰγῶν | βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες.
- ≈ συνώνυμα: βουκολέω, βοτέω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 102 (στίχοι 100-102)
- (γενικότερα) (για το έδαφος, τη γη, δούλους, ανθρώπους) εκτρέφω, θρέφω, συντηρώ, ενισχύω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 559 (στίχοι 558-559)
- σῖτον δὲ καὶ αἰτίζων κατὰ δῆμον | γαστέρα βοσκήσεις· δώσει δέ τοι ὅς κ᾽ ἐθέλῃσι.»
- γιατί ψωμί μπορείς να ζητιανέψεις, | για να βοσκήσεις την κοιλιά σου, και στη χώρα — όλο και κάτι κάποιος θα καταδεχτεί και θα σου δώσει.»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- σῖτον δὲ καὶ αἰτίζων κατὰ δῆμον | γαστέρα βοσκήσεις· δώσει δέ τοι ὅς κ᾽ ἐθέλῃσι.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 325 (στίχοι 325-326)
- καί νύ κεν ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ᾽ ἔτι βόσκοι· | τόσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος.
- τόσα αγαθά που θα ᾽φταναν να θρέψουνε δέκα γενιές — | σκεύη πολύτιμα έβλεπες να στέκουν στο βασιλικό παλάτι.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- καί νύ κεν ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ᾽ ἔτι βόσκοι· | τόσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 97 (στίχοι 94-97)
- ἔξω δ᾽ ἐξίσχει κεφαλὰς δεινοῖο βερέθρου, | αὐτοῦ δ᾽ ἰχθυάᾳ, σκόπελον περιμαιμώωσα, | δελφῖνάς τε κύνας τε καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἕλῃσι | κῆτος, ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη.
- προβάλλει απέξω τα κεφάλια της σ᾽ αυτό το βάραθρο, | κι έτσι ψαρεύει λαίμαργα, ψάχνοντας γύρω από τον βράχο, | δελφίνια και σκυλόψαρα, όταν δεν πιάνει | κάποιο κήτος μεγαλύτερο, από τα τόσα που ανατρέφει η Αμφιτρίτη άγρια στενάζοντας.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἔξω δ᾽ ἐξίσχει κεφαλὰς δεινοῖο βερέθρου, | αὐτοῦ δ᾽ ἰχθυάᾳ, σκόπελον περιμαιμώωσα, | δελφῖνάς τε κύνας τε καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἕλῃσι | κῆτος, ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 1204 (1204-1205)
- βόσκει δ᾽ οἰκέτας καὶ | σμικρὰ πολλὰ παιδία,
- κι έχει στόματα να θρέψει, | σκλάβους και μικρά παιδάκια,
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- βόσκει δ᾽ οἰκέτας καὶ | σμικρὰ πολλὰ παιδία,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 559 (στίχοι 558-559)
- (για στρατιώτες) διατηρώ
- (για παιδιά) αναθρέφω
- (ελληνιστική σημασία) διοικώ, διαχειρίζομαι
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη,Βασιλειών Γ', 12.16, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα
- νῦν βόσκε τὸν οἶκόν σου, Δαυίδ.
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη,Βασιλειών Γ', 12.16, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα
- (στην παθητική φωνή) (μεταφορικά) ζω σε βάρος κάποιου άλλου
- (στην παθητική φωνή) (μεταφορικά) οργιάζω σε κάτι, αποχαλινώνομαι
- (στην παθητική φωνή) (κυριολεκτικά) και (μεταφορικά) τρέφομαι με κάτι
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 244
- τούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται, φόνῳ βροτῶν.
- κι ο Άρης μ᾽ αυτά ᾽ναι που μεθά, μ᾽ ανθρώπινο αίμα.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- τούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται, φόνῳ βροτῶν.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 26
- δι᾽ αἰῶνος δ᾽ ἰυγμοῖσι βόσκεται κέαρ.
- κι όσο για θρήνους, βόσκομαι μ᾽ αυτούς καθημερνά!
- Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- κι η καρδία μου τρέφεται με θρήνους αιώνια.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- δι᾽ αἰῶνος δ᾽ ἰυγμοῖσι βόσκεται κέαρ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ καρδίης, (De corde), κεφ. 11, p.v.9.p.90 @scaife.perseus
- ἡ γὰρ μεγάλη ἀρτηρίη βόσκεται τὴν γαστέρα καὶ τὰ ἔντερα, καὶ γέμει τροφῆς οὐχ ἡγεμονικῆς.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 617 (616-617)
- ταῦτα καὶ καθύβρισ᾽ αὐτόν, ὅτι με δεσμεύειν δοκῶν | οὔτ᾽ ἔθιγεν οὔθ᾽ ἥψαθ᾽ ἡμῶν, ἐλπίσιν δ᾽ ἐβόσκετο.
- Εδώ ακριβώς τον εταπείνωσα. Νόμιζε πως με δένει, | όμως ούτε μ᾽ άγγιξε ούτε μ᾽ έπιασε —τον έτρεφε η μάταιη ελπίδα.
- Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- ταῦτα καὶ καθύβρισ᾽ αὐτόν, ὅτι με δεσμεύειν δοκῶν | οὔτ᾽ ἔθιγεν οὔθ᾽ ἥψαθ᾽ ἡμῶν, ἐλπίσιν δ᾽ ἐβόσκετο.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία
- ἀλλὰ βοσκημάτων δίκην κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας βόσκονται χορταζόμενοι καὶ ὀχεύοντες,
- αλλά πάντα βλέποντας προς τα κάτω, σαν ζώα, και σκυμμένοι στη γη και σε τραπέζια βόσκουν χορταίνοντας την κοιλιά τους και τις σαρκικές τους επιθυμίες,
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- ἀλλὰ βοσκημάτων δίκην κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας βόσκονται χορταζόμενοι καὶ ὀχεύοντες,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 244
- (στη μέση και παθητική φωνή) (για βοοειδή, πρόβατα, κλπ) εκτρέφομαι, βόσκομαι, βόσκω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 93.1
- ἔστι ἐν τῇ Ἀπολλωνίῃ ταύτῃ ἱρὰ ἡλίου πρόβατα, τὰ τὰς μὲν ἡμέρας βόσκεται παρὰ ποταμόν,
- Σ᾽ αυτή την Απολλωνία υπάρχουν ιερά κοπάδια του Ηλίου, που τη μέρα βόσκουν στις όχθες ποταμού,
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἔστι ἐν τῇ Ἀπολλωνίῃ ταύτῃ ἱρὰ ἡλίου πρόβατα, τὰ τὰς μὲν ἡμέρας βόσκεται παρὰ ποταμόν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 93.1
- (στη μέση και παθητική φωνή) (μεταφορικά) συντηρώ, διατηρώ, αυξάνω, μεγαλώνω, ανατρέφω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 144 (144-146)
- τὸ γὰρ νεάζον ἐν τοιοῖσδε βόσκεται | χώροισιν αὑτοῦ, καί νιν οὐ θάλπος θεοῦ, | οὐδ᾽ ὄμβρος, οὐδὲ πνευμάτων οὐδὲν κλονεῖ,
- γιατ᾽ η νιότη στα δικά της που βόσκει τα λημέρια, | δεν την ταράζουν μήτε του ήλιου κάμα, | μήτε οι βροχές, μήτε του ανέμου οι μπόρες,
- Μετάφραση χ.χ.: Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- τὸ γὰρ νεάζον ἐν τοιοῖσδε βόσκεται | χώροισιν αὑτοῦ, καί νιν οὐ θάλπος θεοῦ, | οὐδ᾽ ὄμβρος, οὐδὲ πνευμάτων οὐδὲν κλονεῖ,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Φοίνισσαι, 400 @scaife.perseus
- πόθεν δʼ ἐβόσκου, πρὶν γάμοις εὑρεῖν βίον;
- πώς συντηριόσουν, πριν βρεις τα προς το ζην στον γάμο;
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- πόθεν δʼ ἐβόσκου, πρὶν γάμοις εὑρεῖν βίον;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 144 (144-146)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- επικός τύπος : παρατ. γ' ενικ. βόσκε
- ποιητικός τύπος: παρατ. παθητική φωνή γ' πληθ. βόσκοντο
- ιωνικός τύπος : παρατ. παθητική φωνή γ' πληθ. βοσκέσκοντο
- δωρικός τύπος : βοσκοῦμαι
- δωρικός τύπος : μελλ. βοσκησεῦμαι, βοσκησοῦμαι
- ποιητικός τύπος: (μέση φωνή) μέλλ. β' πληθ. βώσεσθε αντί για βιώσεσθε
Συγγενικά
επεξεργασίαβοσκ-
- ἀβοσκής
- ἀβόσκητος
- αἰγοβοσκός
- αἰλουροβοσκός
- αἰθεριβόσκας
- ἀμφιβόσκομαι
- ἀνθοβοσκός
- ἀντιπορνόβοσκος
- ἀποβοσκέω
- ἀποβόσκομαι
- ἀρηνοβοσκός
- βοοβοσκός
- βοσκάδιος
- βοσκάς
- βοσκεών
- βοσκή
- βόσκημα
- βοσκηματώδης
- βόσκησις
- βοσκητέον
- βοσκητέος
- βοσκήτωρ
- βοσκός
- διαβόσκω
- εἰβιοβοσκός
- ἐκβόσκω
- ἐλαφόβοσκον
- ἐμβόσκομαι
- ἐπιβόσκησις
- ἐπιβοσκίς
- ἐπιβόσκομαι
- ἐρρηνοβοσκός
- γηροβοσκέω
- γηροβοσκία
- γηροβοσκός
- ἰβιοβοσκός
- ἱερακοβοσκός
- ἱπποβοσκός
- καμηλοβοσκός
- καταβόσκησις
- καταβόσκω
- κροκοδιλοβοσκός
- κυνοβοσκός
- λωτοβοσκός
- μηλοβοσκός
- ὀρνιθοβοσκεῖον
- παιδοβοσκός
- παραβόσκω
- περιβόσκομαι
- περιβόσκω
- πολύβοσκος
- πορνοβοσκεῖον
- πορνοβοσκέω
- πορνοβοσκία
- πορνοβοσκός
- προβόσκημα
- προβοσκίς
- προβοσκός
- συμβόσκομαι
- συναναβόσκομαι
- συνεκβόσκομαι
- συοβόσκης
- συοβόσκιον
- συοβοσκός
- ὑοβοσκός
- ὑποβόσκομαι
- χειροβοσκός
- χηνοβοσκικός
- χηνοβόσκιον
- χηνοβοσκός
- χιονόβοσκος
- χοιροβοσκός
βοτ-
βωτ-
Πηγές
επεξεργασία- βόσκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βόσκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.