γηροβοσκέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γηροβοσκέω < γηροβοσκός
Ρήμα επεξεργασία
γηροβοσκέω-γηροβοσκῶ
- γηροκομώ, φροντίζω, τρέφω έναν γέροντα ή μια γερόντισσα, κυρίως τους γονείς
Συνώνυμα επεξεργασία
- γηροτροφέω-γηροτροφῶ (το γηροκομέω-γηροκομῶ μεταγενέστερο)