ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βόσκησῐς αἱ βοσκήσεις
      γενική τῆς βοσκήσεως τῶν βοσκήσεων
      δοτική τῇ βοσκήσει ταῖς βοσκήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν βόσκησῐν τὰς βοσκήσεις
     κλητική ! βόσκησῐ βοσκήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βοσκήσει
γεν-δοτ τοῖν  βοσκησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βόσκησις < αρχαία ελληνική βόσκω, βοσκη- + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βόσκησις θηλυκό