βοτήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
βοτηρ- | |||||
ονομαστική | ὁ | βοτήρ | οἱ | βοτῆρες | |
γενική | τοῦ | βοτῆρος | τῶν | βοτήρων | |
δοτική | τῷ | βοτῆρῐ | τοῖς | βοτῆρσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | βοτῆρᾰ | τοὺς | βοτῆρᾰς | |
κλητική ὦ! | βοτήρ | βοτῆρες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βοτῆρε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | βοτήροιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βοτήρ < βόσκω → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβοτήρ αρσενικό (θηλυκό βότειρα)
- (στον Όμηρο) (επάγγελμα) βοσκός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 837 (836-837)
- καὶ μὴν τοσοῦτόν γ᾽ ἐστί μοι τῆς ἐλπίδος, | τὸν ἄνδρα τὸν βοτῆρα προσμεῖναι μόνον.
- Κι αλήθεια, τόση ελπίδα πια μου μένει, | να περιμένω αυτό το βοσκό μόνο.
- Μετάφραση (1942): Ιωάννης Γρυπάρης @greek‑language.gr
- καὶ μὴν τοσοῦτόν γ᾽ ἐστί μοι τῆς ἐλπίδος, | τὸν ἄνδρα τὸν βοτῆρα προσμεῖναι μόνον.
- ≈ συνώνυμα: βώτωρ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 837 (836-837)
Εκφράσεις
επεξεργασία- βοτήρ οἰωνῶν: οιωνοσκόπος
- βοτήρ κύων: τσοπανόσκυλο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βόσκω
Πηγές
επεξεργασία- βοτήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- βοτήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012