↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βωτωρ-, βωτορ-
ονομαστική βώτωρ οἱ βώτορες
      γενική τοῦ βώτορος τῶν βωτόρων
      δοτική τῷ βώτορ τοῖς βώτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν βώτορ τοὺς βώτορᾰς
     κλητική ! βῶτορ βώτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βώτορε
γεν-δοτ τοῖν  βωτόροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βώτωρ < βοτήρ < βόσκω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βώτωρ, -ορος αρσενικό