Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βοσκημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βοσκημέν
ος
η
βοσκημέν
η
το
βοσκημέν
ο
γενική
του
βοσκημέν
ου
της
βοσκημέν
ης
του
βοσκημέν
ου
αιτιατική
τον
βοσκημέν
ο
τη
βοσκημέν
η
το
βοσκημέν
ο
κλητική
βοσκημέν
ε
βοσκημέν
η
βοσκημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βοσκημέν
οι
οι
βοσκημέν
ες
τα
βοσκημέν
α
γενική
των
βοσκημέν
ων
των
βοσκημέν
ων
των
βοσκημέν
ων
αιτιατική
τους
βοσκημέν
ους
τις
βοσκημέν
ες
τα
βοσκημέν
α
κλητική
βοσκημέν
οι
βοσκημέν
ες
βοσκημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
βοσκημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
βοσκάω
-
βοσκώ
και
βόσκω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βοσκημένος