Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φιλοποίμην < αρχαία ελληνική < φιλο- + ποιμήν

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φιλοποίμην αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία