ἀλητεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀλητεύω
- περιπλανιέμαι, ζω γυρίζοντας από το ένα μέρος στο άλλο (για ζητιάνους, κυνηγούς, εξόριστους)
- ξεῖνός τις δύστηνος ἀλητεύει κατὰ δῶμα ἀνέρας αἰτίζων (Οδύσσεια, ρ 501)
- Ξένος βαριόμοιρος γυρνάει στὸν πύργο, κι ἀπ' τοὺς ἄντρες ψωμοζητάει (μετάφραση Αργ. Εφταλιώτη)
- ξεῖνός τις δύστηνος ἀλητεύει κατὰ δῶμα ἀνέρας αἰτίζων (Οδύσσεια, ρ 501)
Αναφορές
επεξεργασία- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883