μονόπατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονόπατος < μονο- + πάτος < ελληνιστική κοινή πάτος
Επίθετο επεξεργασία
μονόπατος, -η, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονόπατος
|
Δείτε επίσης : μονόπαντος, μονόμπαντος |
μονόπατος, -η, -ο
|