μονοπατάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μονοπατάκι | τα | μονοπατάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μονοπατάκι | τα | μονοπατάκια |
κλητική | μονοπατάκι | μονοπατάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μονοπατάκι < μονοπάτ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι ή και < μεσαιωνική ελληνική μονοπατάκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mo.no.paˈta.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐πα‐τά‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονοπατάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του μονοπάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μονοπάτι
μονοπατάκι
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- μονοπατάκι < μονοπάτ(ιν) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονοπατάκι ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- μονοπατάκι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].