μονοπατίτσιν
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονοπατίτσιν < μονοπάτ(ιν) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσιν
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονοπατίτσιν ουδέτερο
- υποκοριστικό του μονοπάτι(ν)
- άλλες μορφές: μονοπατίτζι
- ≈ συνώνυμα: μονοπατάκι
Πηγές επεξεργασία
- μονοπατίτσιν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].