Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

trail (en)

  1. διαδρομή

  Ρήμα επεξεργασία

trail (en)

  1. παρακολουθώ τα ίχνη (ζώου, κλπ)