γιδόστρατα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγιδόστρατα θηλυκό
- απόκρημνο, στενό, ανηφορικό μονοπάτι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γιδόστρατα
|
γιδόστρατα θηλυκό
|