στράτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στράτα | οι | στράτες |
γενική | της | στράτας | — | |
αιτιατική | τη | στράτα | τις | στράτες |
κλητική | στράτα | στράτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στράτα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή στράτα < λατινική strata, θηλυκό του stratus, παθητική μετοχή του sterno στην έκφραση strata via (στρωμένος δρόμος)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈstɾa.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρά‐τα
- τονικό παρώνυμο: στρατά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστράτα θηλυκό
- (λογοτεχνικό, λαϊκότροπο) ο δρόμος
- ※ Μήνες τώρα γυρίζω τις στράτες και τον ζητώ. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
- η πορεία που ακολουθεί κάποιος
- έκφραση: στράτα στρατούλα: ταχτάρισμα για να ενθαρρύνουμε ένα νήπιο που προσπαθεί να κάνει τα πρώτα του βήματα
- βοήθημα για τα νήπια που μαθαίνουν να περπατούν
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βοήθημα για τα νήπια που κάνουν τα πρώτα τους βήματα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στράτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας