Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sterno πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sterh₃-

  Ρήμα επεξεργασία

sterno

  1. στρώνω
  2. καταβάλλω, καταρρίπτω
  3. καταπραΰνω
  4. κάνω κάτι ομαλό
  5. καταβάλλω, διαφθείρω
  6. καλύπτω
  7. ευπρεπίζω, ετοιμάζω

Κλίση επεξεργασία