Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χωματόδρομος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
χωματόδρομ
ος
οι
χωματόδρομ
οι
γενική
του
χωματόδρομ
ου
των
χωματόδρομ
ων
αιτιατική
τον
χωματόδρομ
ο
τους
χωματόδρομ
ους
κλητική
χωματόδρομ
ε
χωματόδρομ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χωματόδρομος
< (
χώμα
,
χώματος
)
χωματ-
+
-ό-
+
δρόμος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χωματόδρομος
αρσενικό
δρόμος
χωμάτινος
, που δεν τον έχουν στρώσει με
άσφαλτο
, ούτε με άλλο υλικό
Χωματόδρομος
στα
Αστερούσια Όρη
της
Κρήτης
.
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ατραπός
καλντερίμι
λεωφόρος
μονοπάτι
ρούγα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χωματόδρομος
αγγλικά
:
dirt road
(en)
γαλλικά
:
piste
(fr)