strato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | strato | stratoj |
αιτιατική | straton | stratojn |
strato (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | strato | stratoj |
αιτιατική | straton | stratojn |
strato (eo)