πτωχοπρόδρομος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πτωχοπρόδρομος < Πτωχοπρόδρομος < πτωχός + Πρόδρομος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτωχοπρόδρομος αρσενικό
- (μεταφορικά) αυτός που (δικαιολογημένα ή κυρίως αδικαιολόγητα) θρηνεί, γιατί είναι φτωχός και δυστυχής, ώστε να αποσπάσει τον οίκτο και (ενδεχόμενη) βοήθεια
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- πτωχοπροδρομικός
- πτωχοπροδρομισμός
- → δείτε τις λέξεις φτωχός, Πρόδρομος και δρόμος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πτωχοπρόδρομος
|