Δείτε επίσης: Πτωχοπρόδρομος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πτωχοπρόδρομος οι πτωχοπρόδρομοι
      γενική του πτωχοπρόδρομου των πτωχοπρόδρομων
    αιτιατική τον πτωχοπρόδρομο τους πτωχοπρόδρομους
     κλητική πτωχοπρόδρομε πτωχοπρόδρομοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πτωχοπρόδρομος < Πτωχοπρόδρομος < πτωχός + Πρόδρομος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pto.xoˈpɾo.ðɾo.mos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πτωχοπρόδρομος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία