φτωχοπρόδρομος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φτωχοπρόδρομος < Πτωχοπρόδρομος < πτωχός + Πρόδρομος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφτωχοπρόδρομος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φτωχοπρόδρομος
|
φτωχοπρόδρομος αρσενικό
|