Δείτε επίσης: πρόδρομος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πρόδρομος οι Πρόδρομοι
      γενική του Πρόδρομου
Προδρόμου
των Πρόδρομων
Προδρόμων
    αιτιατική τον Πρόδρομο τους Πρόδρομους
Προδρόμους
     κλητική Πρόδρομε Πρόδρομοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πρόδρομος < πρόδρομος < προ- + δρόμος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾo.ðɾo.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πρό‐δρο‐μος

  Κύριο όνομα 1 επεξεργασία

Πρόδρομος αρσενικό

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κύριο όνομα 2 επεξεργασία

Πρόδρομος αρσενικό

  1. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  2. ονομασία οικισμών της Κύπρου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία