Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πτωχοπροδρομισμός οι πτωχοπροδρομισμοί
      γενική του πτωχοπροδρομισμού των πτωχοπροδρομισμών
    αιτιατική τον πτωχοπροδρομισμό τους πτωχοπροδρομισμούς
     κλητική πτωχοπροδρομισμέ πτωχοπροδρομισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτωχοπροδρομισμός < πτωχοπρόδρομος + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτωχοπροδρομισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία