μουλαρόδρομος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουλαρόδρομος αρσενικό
- κακοτράχαλος και δύσβατος δρόμος (ή μονοπάτι) τον οποίο συνήθως διασχίζουν μουλάρια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μουλαρόδρομος
|
μουλαρόδρομος αρσενικό
|