Δείτε επίσης: ἀμφίδρομος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφίδρομος η αμφίδρομη το αμφίδρομο
      γενική του αμφίδρομου της αμφίδρομης του αμφίδρομου
    αιτιατική τον αμφίδρομο την αμφίδρομη το αμφίδρομο
     κλητική αμφίδρομε αμφίδρομη αμφίδρομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφίδρομοι οι αμφίδρομες τα αμφίδρομα
      γενική των αμφίδρομων των αμφίδρομων των αμφίδρομων
    αιτιατική τους αμφίδρομους τις αμφίδρομες τα αμφίδρομα
     κλητική αμφίδρομοι αμφίδρομες αμφίδρομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμφίδρομος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμφίδρομος (που περικλείει). Συγχρονικά αναλύεται σε αμφί- + δρόμ(ος) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

αμφίδρομος, -η, -ο

  1. που κινείται και προς τις δύο (αντίθετες) κατευθύνσεις
    αμφίδρομη επικοινωνία
  2. (μεταφορικά) διφορούμενος
    ※  Πιο ψηλά από τον αχνό παλιγγενετικό καημό, / εκεί που δε σιμώνει η σύντομη του ανθρώπου μνήμη, / που ο χρησμός αστράφτει αμφίδρομος στα σκότη (Άγγελος Σικελιανός, Το κατορθωμένο σώμα)
  3. (τηλεπικοινωνίες) duplex: μετάδοση πληροφορίας που γίνεται και προς τις δύο κατευθύνσεις, συνήθως ταυτόχρονα (full duplex), όπως στην τηλεφωνική επικοινωνία
     αντώνυμα: μονόδρομος
    υπώνυμα: ημιαμφίδρομος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία