αμφίδρομος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμφίδρομος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμφίδρομος (που περικλείει). Συγχρονικά αναλύεται σε αμφί- + δρόμ(ος) + -ος
Επίθετο
επεξεργασίααμφίδρομος, -η, -ο
- που κινείται και προς τις δύο (αντίθετες) κατευθύνσεις
- αμφίδρομη επικοινωνία
- (μεταφορικά) διφορούμενος
- ※ Πιο ψηλά από τον αχνό παλιγγενετικό καημό, / εκεί που δε σιμώνει η σύντομη του ανθρώπου μνήμη, / που ο χρησμός αστράφτει αμφίδρομος στα σκότη (Άγγελος Σικελιανός, Το κατορθωμένο σώμα)
- (τηλεπικοινωνίες) duplex: μετάδοση πληροφορίας που γίνεται και προς τις δύο κατευθύνσεις, συνήθως ταυτόχρονα (full duplex), όπως στην τηλεφωνική επικοινωνία
- ≠ αντώνυμα: μονόδρομος
- υπώνυμα: ημιαμφίδρομος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμφίδρομος
τηλεπικοινωνίες
|