μονόδρομος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /moˈno.ðɾo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νό‐δρο‐μος
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- μονόδρομος < μονό- + δρόμος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική one-way) [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονόδρομος αρσενικό
- δρόμος όπου η κίνηση οχημάτων επιτρέπεται μόνο προς τη μία κατεύθυνση
- (μεταφορικά) που αποτελεί τη μοναδική επιλογή
Συγγενικά επεξεργασία
- μονόδρομα
- μονοδρομημένος
- μονοδρόμηση
- μονοδρομικός
- μονοδρομώ
- → δείτε τις λέξεις μονός και δρόμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονόδρομος
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- μονόδρομος < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
μονόδρομος, -η, -ο
- που έχει τα χαρακτηριστικά του μονόδρομου
- ※ Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνει μια συγκεκριμένη εφαρμογή του συμπλέκτη, η οποία ονομάζεται μονόδρομος συμπλέκτης ή αγγλιστί slipper clutch. (…) Πολλοί είναι όμως αυτοί που είναι πολέμιοι των μονόδρομων συμπλεκτών. Μια πολύπλοκη μηχανολογική κατασκευή έχει πιθανότητες να δυσλειτουργήσει. Και επειδή ο μονόδρομος είναι πιο πολύπλοκος από τον απλό συμπλέκτη, υπάρχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να αποδειχθεί αναξιόπιστος. (*)
- (τηλεπικοινωνίες) simplex: μετάδοση πληροφορίας που γίνεται προς μία κατεύθυνση, όπως στη ραδιοφωνία από τον ραδιοφωνικό σταθμό (πομπός) στα ραδιόφωνα (δέκτης)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονόδρομος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μονόδρομος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας