Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /moˈno.ðɾo.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐νό‐δρο‐μος

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονόδρομος οι μονόδρομοι
      γενική του μονόδρομου των μονόδρομων
    αιτιατική τον μονόδρομο τους μονόδρομους
     κλητική μονόδρομε μονόδρομοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μονόδρομος < μονό- + δρόμος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική one-way) [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μονόδρομος αρσενικό

  1. δρόμος όπου η κίνηση οχημάτων επιτρέπεται μόνο προς τη μία κατεύθυνση
  2. (μεταφορικά) που αποτελεί τη μοναδική επιλογή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόδρομος η μονόδρομη το μονόδρομο
      γενική του μονόδρομου της μονόδρομης του μονόδρομου
    αιτιατική τον μονόδρομο τη μονόδρομη το μονόδρομο
     κλητική μονόδρομε μονόδρομη μονόδρομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόδρομοι οι μονόδρομες τα μονόδρομα
      γενική των μονόδρομων των μονόδρομων των μονόδρομων
    αιτιατική τους μονόδρομους τις μονόδρομες τα μονόδρομα
     κλητική μονόδρομοι μονόδρομες μονόδρομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
μονόδρομος < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

μονόδρομος, -η, -ο

  1. που έχει τα χαρακτηριστικά του μονόδρομου
    ※  Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνει μια συγκεκριμένη εφαρμογή του συμπλέκτη, η οποία ονομάζεται μονόδρομος συμπλέκτης ή αγγλιστί slipper clutch. (…) Πολλοί είναι όμως αυτοί που είναι πολέμιοι των μονόδρομων συμπλεκτών. Μια πολύπλοκη μηχανολογική κατασκευή έχει πιθανότητες να δυσλειτουργήσει. Και επειδή ο μονόδρομος είναι πιο πολύπλοκος από τον απλό συμπλέκτη, υπάρχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να αποδειχθεί αναξιόπιστος. (*)
  2. (τηλεπικοινωνίες) simplex: μετάδοση πληροφορίας που γίνεται προς μία κατεύθυνση, όπως στη ραδιοφωνία από τον ραδιοφωνικό σταθμό (πομπός) στα ραδιόφωνα (δέκτης)
     αντώνυμα: αμφίδρομος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία