Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοδρομώ < μονόδρομος +

  Ρήμα επεξεργασία

μονοδρομώ (παθητική φωνή: μονοδρομούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία