Ετυμολογία

επεξεργασία
μονοδρομώ < μονόδρομος +

μονοδρομώ (παθητική φωνή: μονοδρομούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία